συνεγγισμός

συνεγγισμός
ὁ, Α [συνεγγίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεγγίζω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεγγισμός — approach masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεγγισμοῦ — συνεγγισμός approach masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεγγισμούς — συνεγγισμός approach masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεγγισμῷ — συνεγγισμός approach masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεγγισμόν — συνεγγισμός approach masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”